- πλήμνη
- η, ΝΜΑνεοελλ.1. (αυτοκ.) το κέντρο τού τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας για να τήν προστατεύει από τη φθορά λόγω τριβής3. η κεφαλή τού τροχού, στο κέντρο του, στην οποία στερεώνονται οι ακτίνες και διά μέσου τής οποίας διέρχεται ο άξονας.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- τού πίμ-πλη-μι* + επίθημα -μν-η (πρβλ. βέλε-μν-ον, κρήδε-μν-ον). Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το κέντρο τού τροχού είναι το πλέον συμπαγές και στερεό τμήμα του].
Dictionary of Greek. 2013.